Which really work and which don’t? And are they risk-free?
Που πραγματικά δεν λειτούργησαν και ποιες; Και είναι ασφαλείς;?
Please work on a clean, smooth surface.
We made Sweden work hard and today, we played a really good game.
Δουλέψαμε πολύ καλά αυτό το διάστημα και σήμερα κάναμε ένα καλό παιχνίδι.
The apostle Paul said“work out your own salvation”.
Απόστολος Παύλος είπε,«Εργασθείτε για τη δική σας σωτηρία.
And how did that work for you?
If you don’t have Internet, but work hard, you can be a millionaire!
Όταν δεν έχεις e-mail αλλά εργαστείς σκληρά μπορεί να γίνεις εκατομμυριούχος!
Many children work and do not go to school.
Which really work and which do not? And are they secure?
Που πραγματικά δεν λειτούργησαν και ποιες; Και είναι ασφαλείς;?
For us, the institutions work as intended.
Our staff’s hard work was sold out
and our self-esteem as professionals was smeared with crap.
μας ως επαγγελματίες λεκιάστηκε με αηδίες.
Have you done any computer model work in Beijing?
Δούλεψες με προσομοιώσεις σε κομπιούτερ, στο Πεκίνο;?
If you have no E-Mail and work hard, you can become a millionaire!
Όταν δεν έχεις e-mail αλλά εργαστείς σκληρά μπορεί να γίνεις εκατομμυριούχος!
People work faster after.
I mean, you put so much work in, it just wasn’t fair.
Εννοώ, δούλεψες τόσο πολύ, που δεν ήταν δίκαιο.
And this material really did work for a woman equally as well.
Και αυτό το υλικό, πράγματι λειτούργησε το ίδιο καλά και με μία γυναίκα.
Which actually work and which do not? And are they risk-free?
Που πραγματικά δεν λειτούργησαν και ποιες; Και είναι ασφαλείς;?
These mutherfuckers work for me.
I know you wouldn’t work for us, not for money.
Το ξέρω ότι δεν θα δούλευες για εμάς. Όχι, για τα χρήματα.
Why didn’t the cooling system work?
I thought you were gonna work at the bakery tonight again.
Νόμιζα πως θα δούλευες πάλι στο φούρνο απόψε.
They did some work on our farm, and we gave them bread and eggs.
Ήρθαν στο χωράφι που δουλεύαμε και τους δώσαμε ψωμί και τρόφιμα.
And how did that exactly work?
Then you would work it for the rest of your life.
Τότε θα το δούλευες για την υπόλοιπη ζωή σου.
Results: 412157,
Time: 0.062
English
—
Greek
Greek
—
English
Home
About
Blog
Contact Us
Log In
Sign Up
Follow Us
Our Apps
Home>Words that start with W>work>English to Greek translation
How to Say Work in GreekAdvertisement
Categories:
Jobs and Occupations
If you want to know how to say work in Greek, you will find the translation here. We hope this will help you to understand Greek better.
Here is the translation and the Greek word for work:
δουλειά
[douleiá]
Edit
Work in all languages
Dictionary Entries near work
- word formation
- wording
- wordy
- work
- work effectively
- work environment
- work experience
Cite this Entry
«Work in Greek.» In Different Languages, https://www.indifferentlanguages.com/words/work/greek. Accessed 15 Apr 2023.
Copy
Copied
Check out other translations to the Greek language:
- cricketer
- footballer
- handicraft
- housekeeper
- medic
- peacemaker
- police officer
- professional activity
- specialization
- unproductive
Browse Words Alphabetically
report this ad
Subjects>Jobs & Education>Education
Wiki User
∙ 14y ago
Best Answer
Copy
The Greek root word for «work» is «ergon.» It does not share a
meaning with the Old English word for work, which is «wrycan.»
Wiki User
∙ 14y ago
This answer is:
Study guides
Add your answer:
Earn +
20
pts
Q: What does the word work mean in greek?
Write your answer…
Submit
Still have questions?
Related questions
People also asked
yinéka aerosinodós
γυναίκα αεροσυνοδός
Íne o diefthindís tis eterías mu.
Είναι ο διευθυντής της εταιρείας μου.
He’s the director of my company.
astinómos me stolí
αστυνόμος με στολή
police officer in uniform
ipálilos grafíu me mioméno orário
υπάληλος γραφείου με μειωμένο ωράριο
agrótis se fárma
αγρότης σε φάρμα
Íne mayírisa se estiatório tesáron astéron.
Είναι μαγείρισσα σε εστιατόριο τεσσάρων αστέρων.
She is a cook at a four-star restaurant.
O pio sklirá ergazómenos opudípote íne i nikokirá.
Ο πιο σκληρά εργαζόμενος οπουδήποτε είναι η νοικοκυρά.
The hardest worker anywhere is the housewife.
Íme mihanikós.
Είμαι μηχανικός.
O yatrós exetázi to pódi.
Ο γιατρός εξετάζει το πόδι.
The doctor is examining the foot.
dikigóros se dikastírio
δικηγόρος σε δικαστήριο
próedros eterías
πρόεδρος εταιρείας
apascholiméni gramatéas
απασχολημένη γραμματέας
O diefthindís tu ergostasíu díni odiyíes.
Ο διευθυντής του εργοστασίου δίνει οδηγίες.
The factory manager is giving instructions.
Énas ipálilos eterías íne i kardiá tis lituryías tis eterías.
Ένας υπάλληλος εταιρείας είναι η καρδιά της λειτουργίας της εταιρείας.
A company worker is the heart of the company’s operation.
diethnís epihirimatías
διεθνής επιχειρηματίας
international businessman
kathiyitís mathimatikón
καθηγητής μαθηματικών
O loyistís mu katalavéni ta éxoda ke tus logariasmús mu kalítera apó eména.
Ο λογιστής μου καταλαβαίνει τα έξοδα και τους λογαριασμούς μου καλύτερα από ‘μενα.
My accountant understands my expenses and bills better than I do.
O ipálilos tu magaziú díni ston peláti ta résta kai ti sakúla me ta eborévmata.
Ο υπάλληλος του μαγαζιού δίνει στον πελάτη τα ρέστα και τη σακούλα με τα εμπορεύματα.
The store clerk is giving the customer change and the bag of goods.
ipsilá-amivómenos epagkelmatías athlitís
υψηλά-πληρωμένος επαγγελματίας αθλητής
high-paid professional athlete
pirosvéstis me pirosvestíra
πυροσβέστης με πυροσβεστήρα
firefighter with a fire extinguisher
ergátis ergostasíu plírus apaschólisis
εργάτης εργοστασίου πλήρους απασχόλησης
Asking about one’s job usually works as an icebreaker for two people who want to start a small talk. In this post, there are phrases and words related to work.
By Belova59 via Pixabay
Basic phrases about work
Τι δουλειά κάνεις; This question means “what job do you do”. We avoid to use it because it is too direct.
Παράδειγμα (example):
“Τι δουλειά κανεις;” “Είμαι νοσοκόμα”. / “What’s your job?” “I am a nurse.”
Με τι ασχολείσαι; It is a polite way to ask about one’s job. Τhe verb ασχολούμαι (με) means to be involved with.
Παράδειγμα (example):
“Με τι ασχολείστε;” “Δουλεύω σε ένα εστιατόριο.” / “What are you involved with? (i.e. what is your job) “I work in a restaurant.”
Δουλεύω σε μία εταιρεία: I work in a company.
Δουλεύω σε ένα μαγαζί: I work in a store.
Είμαι + επάγγελμα: I am + profession.
Παράδειγμα (example):
Είμαι σερβιτόρος. / I am a waiter.
Εργάζομαι, δουλεύω: to work
Παράδειγμα (example):
Ο φίλος της εργάζεται σε ένα λογιστήριο. / Her boyfriend works in an accounting office.
Work vocabulary
ελεύθερος / ελεύθερη επαγγελματίας: free lancer.
Παράδειγμα (example):
Η Νάνσι είναι ελεύθερη επαγγελματίας. Παλιά δούλευε στο γραφείο του θείου της. / Nancy is a free lancer. In the past, she used to work in her uncle’s office.
μόνιμη απασχόληση (η): full-time job
Ο Στέφανος ψάχνει για μόνιμη απασχόληση. / Stefanos is looking for a full-time job.
ημιαπασχόληση (η): part-time job
Παράδειγμα (example):
Στο φούρνο ζητούν μία υπάλληλο για ημιαπασχόληση. / (Lit.) At the bakery they want an employee for a part-time job.
άδεια (η): time off
Παράδειγμα (example):
Μόλις πάρω την άδειά μου θα πάω λίγες μέρες στο χωριό μου. / (Lit.) When I take time off I will go to my village for a few days.
άδεια μετ’αποδοχών (η): annual leave
Παράδειγμα (example):
Δεν δικαιούσαι άδεια μετ’αποδοχών γιατί είσαι ωρομίσθιος. / You are not entitled to annual leave because you are an hourly employee.
οκτάωρο (το): eight-hour workday
Παράδειγμα (example):
Η Μαρία δουλεύει σε έναν παιδικό σταθμό. Κουράζεται πολύ ,αν και δεν δουλεύει οκτάωρο. / Maria works in a daycare. She gets very tired, although she does not work eight hours a day.
μισθός (ο): salary
Παράδειγμα (example):
Δεν μπορούσε να ζήσει με το μισθό του και βρήκε δεύτερη δουλειά. / He could not live on his salary and got a second job.
αμοιβή (η): fee
Παράδειγμα (example):
H αμοιβή του γιατρού είναι πενήντα ευρώ. / The doctor’s fee is fifty euros.
μεροκάματο (το): daily wage
Παράδειγμα (example):
Η Έλλη δεν μπορεί να ζήσει τα παιδιά της με το μεροκάματο και τη βοηθούν οι δικοί της. / Ellie cannot support her children (literally:: live her children) by her daily wage and her parents help her.
εργαζόμενος (ο), εργαζόμενη (η): employed, working person
Παράδειγμα (example):
Σήμερα οι εργαζόμενοι στο μετρό κάνουν απεργία. / Today the metro workers are on strike.
καριέρα (η): career
Παράδειγμα (example):
Ο διάσημος ηθοποιός άρχισε την καριέρα του ως κομπάρσος. / The famous actor started his career as a supporting actor.
σταδιοδρομία (η): career
Παράδειγμα (example):
H σταδιοδρομία της ως χορεύτρια τελείωσε μετά το τροχαίο που είχε. Τώρα είναι επιχειρηματίας. / Her career as a dancer ended after the car accident she had. Now she is a business woman.
By Mysticsartdesign via Pixabay