- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
WordReference English-Greek Dictionary © 2023:
Κύριες μεταφράσεις | ||
Αγγλικά | Ελληνικά | |
attention n | (mental focus) | προσοχή ουσ θηλ |
προσήλωση ουσ θηλ | ||
The teacher made sure she had the students’ attention before continuing. | ||
attention n | (notice) | προσοχή ουσ θηλ |
Somehow that mistake escaped my attention; I’ll correct it now. | ||
attention n | (care) | προσοχή ουσ θηλ |
The school’s attention to my daughter’s special needs has been excellent. | ||
Η προσοχή που δίνει το σχολείο στις ιδιαίτερες ανάγκες της κόρης μου είναι εξαίρετη. | ||
attention n | (military stance) | προσοχή ουσ θηλ |
New recruits are required to stand at attention. Soldiers are required to stand to attention. | ||
Οι νεοσύλλεκτοι οφείλουν να στέκονται προσοχή. |
Επιπλέον μεταφράσεις | ||
Αγγλικά | Ελληνικά | |
attentions npl | usually plural (amorous interest) | προσοχή ουσ θηλ |
ενδιαφέρον ουσ ουδ | ||
The princess enjoyed the attentions of many suitors. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2023:
Phrasal verbs attention |
||
Αγγλικά | Ελληνικά | |
catch [sb]‘s attention vtr phrasal sep | (attract notice) | τραβάω την προσοχή κπ έκφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2023:
Σύνθετοι τύποι: attention |
||
Αγγλικά | Ελληνικά | |
at attention adv | (military: standing straight) | προσοχή ουσ θηλ |
attention deficit disorder, attention-deficit disorder n |
(medical condition) | διαταραχή ελλειμματικής προσοχής — υπερκινητικότητας φρ ως ουσ θηλ |
Children with attention deficit disorder have trouble concentrating. | ||
attention span n | (duration of concentration) | χρονική διάρκεια κατά την οποία μπορεί κάποιος να παραμείνει συγκεντρωμένος σε κάτι ουσ θηλ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία | ||
Most adults have an attention span of about 20 minutes. | ||
attention to detail n | (noticing of details) | προσοχή στη λεπτομέρεια έκφρ |
One of the key differences between good service and top-notch service is in attention to detail. The artist’s attention to detail made her paintings completely realistic. | ||
Μία από τις κύριες διαφορές μεταξύ της καλής εξυπηρέτησης και της κορυφαίας εξυπηρέτησης βρίσκεται στην προσοχή στη λεπτομέρεια. Η προσοχή της καλλιτέχνιδας στη λεπτομέρεια έκανε τους πίνακες της εντελώς ρεαλιστικούς. | ||
attention-getting adj | informal (showy) | επιδεικτικός επίθ |
That certainly is an attention-getting outfit. | ||
Αυτό είναι σίγουρα ένα επιδεικτικό ντύσιμο. | ||
attention-getting adj | informal (done for attention) | που τραβάει την προσοχή περίφρ |
(ανεπίσημο) | πιασάρικος επίθ | |
attention-seeking adj | (purposely drawing others’ attention) | που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή περίφρ |
με σκοπό να τραβήξει την προσοχή περίφρ | ||
attract attention v expr | (be noticeable; draw interest) | τραβώ την προσοχή περίφρ |
That new sports car is certain to attract attention. | ||
attract attention v expr | (signal) | κάνω νόημα, γνέφω ρ μ |
I shouted across the room to try and attract attention. | ||
bring [sth] to [sb]‘s attention, bring [sth] to the attention of [sb] v expr |
(make [sb] aware of) | εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ έκφρ |
ενημερώνω κπ για κτ έκφρ | ||
An employee brought the matter to my attention. | ||
call attention to [sth] v expr | (point [sth] out) | εφιστώ την προσοχή σε κτ περίφρ |
catch the attention of [sb] v expr | (be noticed) (καθομιλουμένη) | τραβάω την προσοχή, τραβώ την προσοχή περίφρ |
προσελκύω την προσοχή περίφρ | ||
His manly voice caught my attention. | ||
center of attention, UK: centre of attention n |
US (focal point) | επίκεντρο της προσοχής περίφρ |
The UAE was the centre of attention as the region’s biggest football tournament came to the country. | ||
center of attention, UK: centre of attention n |
US, figurative (focus of interest) | επίκεντρο της προσοχής περίφρ |
The painting was the centre of attention at the exhibition. | ||
come to the attention of [sb], come to [sb]‘s attention v expr |
(be noticed) (επίσημο) | υποπίπτει στην αντίληψη περίφρ |
παρατηρώ ρ μ | ||
αντιλαμβάνομαι ρ μ | ||
It has come to the attention of management that many employees are using the computers to play games. | ||
Έχει υποπέσει στην αντίληψη της διεύθυνσης ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια. | ||
Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια. | ||
command attention vtr + n | (be striking, impressive) | τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον περίφρ |
προσελκύω την προσοχή, προσελκύω το ενδιαφέρον περίφρ | ||
demand attention vtr + n | (behave in attention-seeking way) | απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή περίφρ |
That child is constantly demanding attention. | ||
demand attention vtr + n | (require urgent consideration) | απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή περίφρ |
Gun violence is a serious matter that demands attention. | ||
detract attention vtr + n | (distract people) (κάποιου από κάτι) | αποσπώ την προσοχή περίφρ |
direct attention to [sth/sb], direct [sb]‘s attention to [sth/sb] v expr |
(attract notice, highlight) (κάτι σε κάποιον) | επισημαίνω ρ μ |
(κάποιου σε κάτι) | εφιστώ την προσοχή έκφρ | |
στρέφω την προσοχή έκφρ | ||
I’d like to direct your attention to the graph at the top of Page 5 in the report. | ||
distract [sb]‘s attention⇒ vtr | (divert: [sb]‘s attention) (με γενική: κάποιου) | αποσπώ την προσοχή περίφρ |
The boy distracted the woman’s attention while his friend picked her pocket. | ||
distract [sb]‘s attention from [sth]⇒ vtr | (divert: [sb]‘s attention) | αποσπώ την προσοχή κάποιου από κτ περίφρ |
αποσπώ κπ από κτ ρ μ + πρόθ | ||
The nurse talked to the baby to distract his attention from the injection. | ||
distract attention from [sth] v expr | (create a diversion) | αποσπώ την προσοχή από κτ περίφρ |
Magicians need to know how to distract attention from what they are doing. The gaudy packaging is just an attempt to distract attention from the shoddy product inside. | ||
Οι μάγοι ξέρουν πώς να αποσπούν την προσοχή από αυτό που κάνουν. Η φανταχτερή συσκευασία προσπαθεί απλά να αποσπάσει την προσοχή από το κακής ποιότητας προϊόν. | ||
divert attention vtr + n | (create a distraction) | δημιουργώ αντιπερισπασμό περίφρ |
divert attention from [sth/sb] v expr | (distract from) | αποσπώ την προσοχή περίφρ |
στρέφω την προσοχή μακρυά από κπ/κτ περίφρ | ||
The Prime Minister’s speech on immigration was an attempt to divert attention from more serious issues. | ||
divided attention n | (multitasking) | διάσπαση της προσοχής περίφρ |
(κατά λέξη) | διασπασμένη προσοχή επίθ + ουσ θηλ | |
The study investigates the influence of divided attention on the performance of car drivers. | ||
draw attention vtr + n | (be very noticeable) | τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή περίφρ |
Garish clothing draws attention. | ||
Τα κακόγουστα ρούχα τραβούν την προσοχή. | ||
draw attention to [sth] v expr | (make [sth] noticeable) | εφιστώ την προσοχή σε κτ έκφρ |
τραβώ την προσοχή σε κτ, τραβάω την προσοχή σε κτ περίφρ | ||
Bold text is used to draw attention to certain words. | ||
draw [sb]‘s attention, draw the attention of [sb] v expr |
(attract, interest) | τραβώ την προσοχή έκφρ |
The street entertainer drew the attention of a large crowd. | ||
focus of [sb]‘s attention n | figurative (centre of [sb]‘s interest) (επίσημο: με γενική) | επίκεντρο ουσ ουδ |
(μτφ, επίσημο: με γενική) | εστία ουσ θηλ | |
The focus of our attention should be on how we can help. | ||
Στο επίκεντρο της προσοχής μας θα έπρεπε να βρίσκονται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε. | ||
Στην εστία του ενδιαφέροντός μας θα έπρεπε να βρίσκονται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε. | ||
for the attention of [sb] adv | (intended for [sb] to read) (με γενική) | υπόψη, υπ’ όψιν επίρ |
hold the attention v expr | (be interesting) | διατηρώ την προσοχή κάποιου έκφρ |
The movie had an entertaining beginning, but it failed to hold the attention of the audience for the entire ninety minutes. | ||
medical attention n | (assistance of a medical professional) | ιατρική παρακολούθηση έκφρ |
meticulous attention n | (extreme diligence and care) | σχολαστική προσοχή επίθ + ουσ θηλ |
You must pay meticulous attention to the instructions, as I will only state them once. She paid meticulous attention to her work, ensuring it was always perfect. | ||
Πρέπει να δείξεις σχολαστική προσοχή στις οδηγίες, γιατί θα τις επαναλάβω μόνο μια φορά. Έδειχνε σχολαστική προσοχή στην δουλειά της, εξασφαλίζοντας ότι ήταν πάντα τέλεια. | ||
pay attention vtr + n | (be attentive) | προσέχω ρ αμ |
Pay attention! Don’t keep reading when I’m talking to you! | ||
Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω! | ||
pay attention to [sth] v expr | (take notice of) (σε κτ) | δίνω προσοχή, δίνω βάση περίφρ |
προσέχω ρ μ | ||
Please pay attention to this important information. | ||
Σε παρακαλώ δώσε προσοχή σε αυτή τη σημαντική πληροφορία. | ||
pay attention to [sth] v expr | (concentrate on) | προσέχω ρ μ |
(σε κάτι) | δίνω βάση περίφρ | |
Pay close attention to every word he says. | ||
Δώσε βάση σε κάθε του λέξη. | ||
pay attention to [sb] v expr | (listen to [sb]) | προσέχω, ακούω ρ μ |
Pay attention to me when I’m trying to tell you something important. | ||
Άκουγέ με όταν προσπαθώ να σου πω κάτι σημαντικό. | ||
pay close attention v expr | (take notice) | δίνω προσοχή, προσέχω ρ μ |
(μεταφορικά) | δίνω βάση ρ μ | |
I was paying close attention but I still have no idea how the magician lifted your watch! | ||
pay close attention to [sth] v expr | (take notice of [sth]) | προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως ρ μ + επίρ |
δίνω ιδιαίτερη προσοχή περίφρ | ||
Pay close attention to what I say because I won’t repeat it. | ||
pay no attention v expr | (not take notice) | δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω ρ μ |
Pay no attention to the man behind the curtain. | ||
pay no attention to v expr | (ignore, not take notice of) | δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω ρ μ |
Pay no attention to his rudeness. | ||
pay special attention to [sth] v expr | (take specific note of) | δίνω προσοχή, προσέχω ρ μ |
(μεταφορικά) | δίνω βάση ρ μ | |
The math teacher said we should pay special attention to the negative signs. | ||
selective attention n | (mental focus on [sth] in particular) | επιλεκτική προσοχή έκφρ |
The boy’s selective attention helped him ignore his parents’ calls. | ||
stand at attention, stand to attention v expr |
(military: stand straight) | στέκομαι προσοχή έκφρ |
(αργκό) | βαράω προσοχή έκφρ | |
The entire company stood to attention in perfect unison. | ||
undivided attention n | (concentration, focus) | αμέριστος επίθ |
I want your undivided attention while I go through the rules about school uniform. | ||
Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία. | ||
urgent attention n | (immediate assistance or care) | επείγουσα προσοχή επίθ + ουσ θηλ |
Translations: the word in the other languages
- Afrikaans: aandag
- Amharic: የሚሰጡዋቸውን
- Arabic: الاهتمام
- Azerbaijani: diqqət
- Bashkir: иғтибар
- Belarusian: увагу
- Bulgarian: на вниманието на
- Bengali: মনোযোগ
- Bosnian: pažnja
- Catalan: atenció
- Cebuano: pang-atensyon nga
- Czech: pozornost
- Welsh: sylw
- Danish: opmærksomhed
- German: Aufmerksamkeit
- Greek: προσοχή
- Esperanto: atento
- Spanish: atención
- Estonian: tähelepanu
- Basque: arreta
- Persian: توجه
- Finnish: huomiota
- French: attention
- Irish: aird
- Scottish Gaelic: aire
- Galician: atención
- Gujarati: ધ્યાન
- Hebrew: תשומת לב
- Hindi: ध्यान
- Croatian: pažnja
- Haitian: atansyon
- Hungarian: figyelem
- Armenian: ուշադրություն
- Indonesian: perhatian
- Icelandic: athygli
- Italian: attenzione
- Japanese: 注意
- Javanese: manungsa waé
- Georgian: ყურადღება
- Kazakh: назар
- Khmer: ទុកដាក់
- Kannada: ಗಮನ
- Korean: 주의
- Kyrgyz: көңүл
- Latin: operam
- Luxembourgish: Opmierksamkeet
- Lao: ການເອົາໃຈໃສ່
- Lithuanian: dėmesio
- Latvian: uzmanību
- Malagasy: ny saina
- Mari: шекланен
- Maori: whakarongo
- Macedonian: внимание
- Malayalam: ശ്രദ്ധ
- Mongolian: анхаарал
- Marathi: लक्ष
- Hill Mari: вниманим
- Malay: perhatian
- Maltese: l-attenzjoni
- Burmese: အာရုံစိုက်
- Nepali: ध्यान
- Dutch: aandacht
- Norwegian: oppmerksomhet
- Punjabi: ਧਿਆਨ
- Papiamento: atenshon
- Polish: uwaga
- Portuguese: atenção
- Romanian: atenție
- Russian: внимание
- Sinhalese: අවධානය
- Slovak: pozornosť
- Slovenian: opozorilo
- Albanian: vëmendje
- Serbian: пажњу
- Sundanese: perhatian
- Swedish: uppmärksamhet
- Swahili: makini
- Tamil: கவனம்
- Telugu: శ్రద్ధ
- Tajik: диққати
- Thai: ความสนใจ
- Tagalog: pansin
- Turkish: dikkat
- Tatar: игътибар
- Udmurt: саклык
- Ukrainian: увагу
- Urdu: توجہ
- Uzbek: e’tibor
- Vietnamese: chú ý
- Xhosa: ingqalelo
- Yiddish: ופמערקזאַמקייַט
- Chinese: 注意力
Synonyms, close and similar words for attention
- consideration
- awareness
- regard
- care
- advertence
- eye
- tending
- mindfulness
- focus
- heed
- absorption
- concentration
- note
- cognizance
- notice
- courtesy
- civility
Definition, Meaning [en]
attention — notice taken of someone or something; the regarding of someone or something as interesting or important.
Other translation options [v1]
noun | ||
σημασία | significance, attention, consequence, import, magnitude, signification | |
περίθαλψη | care, attention, nursing, relief, hospitalization, succor |
Similar words: attention
Examples: attention |
|
---|---|
If I’d paid attention , I would have known what to do. |
Αν είχα προσέξει, θα ήξερα τι να κάνω. |
Overseers are not obliged to meet extravagant requests or cater to unreasonable demands for attention . |
Οι επιτηρητές δεν υποχρεούνται να ικανοποιήσουν υπερβολικά αιτήματα ή να ικανοποιήσουν παράλογες απαιτήσεις προσοχής. |
One dictionary defines recognition as “acceptance of an individual as being entitled to consideration or attention ” and “special notice or attention .”. |
Ένα λεξικό ορίζει την αναγνώριση ως «αποδοχή ενός ατόμου ως δικαιώματος για εξέταση ή προσοχή» και «ειδική ειδοποίηση ή προσοχή «. |
The issues before the court are sufficiently complex to require the attention of a learned judge, and too complex to confront a jury with. |
Τα ζητήματα ενώπιον του δικαστηρίου είναι αρκετά περίπλοκα για να απαιτήσουν την προσοχή ενός έμπειρου δικαστή και πολύ περίπλοκα για να αντιμετωπίσουν μια κριτική επιτροπή. |
All right, now, attention is like a spotlight. |
Εντάξει, τώρα, η προσοχή είναι σαν φώτα της δημοσιότητας. |
Unfortunately the play drew a lot of attention to your illegal immigrant status. |
Δυστυχώς, το έργο επέστησε μεγάλη προσοχή στην κατάσταση του παράνομου μετανάστη σας. |
May I have the attention of all of you, please? |
Μπορώ να έχω την προσοχή όλων, παρακαλώ; |
Pay attention , juvenile delinquents. |
Δώστε προσοχή, παραβατικά ανηλίκων. |
Some display elegant, quality pieces —tea sets, lampstands, and imposing, solid sculptures— no doubt demanding considerable skill and attention to produce. |
Ορισμένα εμφανίζουν κομψά, ποιοτικά κομμάτια — σετ τσαγιού, κηροπήγια και επιβλητικά, συμπαγή γλυπτά — χωρίς αμφιβολία απαιτούν σημαντική ικανότητα και προσοχή στην παραγωγή. |
You must know that in civilized warfare, officers in the field must not be accorded inappropriate levels of hostile attention . |
Πρέπει να γνωρίζετε ότι στον πολιτισμένο πόλεμο, οι αξιωματικοί στο πεδίο δεν πρέπει να έχουν ακατάλληλα επίπεδα εχθρικής προσοχής. |
She believes that she had become so accustomed to seeking approval and attention from an unavailable man that she unwittingly felt drawn to such relationships. |
Πιστεύει ότι είχε συνηθίσει να ζητά την έγκριση και την προσοχή από έναν μη διαθέσιμο άντρα που αισθάνθηκε άθελά του να έλθει σε τέτοιες σχέσεις. |
You ought to get some attention for it, not just a medal. |
Πρέπει να προσέξετε, όχι μόνο ένα μετάλλιο. |
Nothing until we get their attention . |
Τίποτα μέχρι να τραβήξουμε την προσοχή τους. |
Attention, faculty and students. |
Προσοχή, σχολή και φοιτητές. |
The policeman paid no attention to him. |
Ο αστυνομικός δεν έδωσαν καμία προσοχή σε αυτόν. |
Give me your attention , please. |
Δώσε μου την προσοχή σου, σε παρακαλώ. |
You must pay attention to every minute detail from now on. |
Πρέπει να προσέχετε κάθε λεπτομέρεια από τώρα και στο εξής. |
Which player are you paying the most attention to this year? |
Σε ποιον παίκτη δίνετε τη μεγαλύτερη προσοχή φέτος; |
Pay more attention to your work. |
Δώστε περισσότερη προσοχή στην εργασία σας. |
No matter what I did, no one paid any attention to me. |
Ανεξάρτητα από το τι έκανα, κανείς δεν με έδωσε προσοχή. |
I tried to focus my attention on reading. |
Προσπάθησα να επικεντρώσω την προσοχή μου στην ανάγνωση. |
I gave him a warning, to which he paid no attention . |
Του έδωσα μια προειδοποίηση, στην οποία δεν έδινε προσοχή. |
As is often the case with young men, he does not pay much attention to his health. |
Όπως συμβαίνει συχνά με τους νεαρούς άνδρες, δεν δίνει μεγάλη προσοχή στην υγεία του. |
When meeting a person for the first time, be sure to pay attention to the distance placed between yourself and your partner. |
Όταν συναντάτε ένα άτομο για πρώτη φορά, φροντίστε να δώσετε προσοχή στην απόσταση που βρίσκεται μεταξύ του εαυτού σας και του συντρόφου σας. |
You must pay attention to the teacher. |
Πρέπει να προσέξετε τον δάσκαλο. |
No one called my attention to it. |
Κανείς δεν μου επέστησε την προσοχή. |
His speech captured our attention . |
Η ομιλία του τράβηξε την προσοχή μας. |
His speech held the attention of the audience. |
Η ομιλία του κράτησε την προσοχή του κοινού. |
No attention was paid to his warning. |
Δεν δόθηκε προσοχή στην προειδοποίησή του. |
You don’t have to pay attention to what he says. |
Δεν χρειάζεται να προσέχετε αυτά που λέει. |
You should pay attention to what he says. |
Πρέπει να προσέχετε αυτά που λέει. |
Pay attention to what he says! |
Δώστε προσοχή σε αυτά που λέει! |
Pay attention to his advice. |
Δώστε προσοχή στις συμβουλές του. |
The way he spoke attracted the attention of a famous writer. |
Ο τρόπος που μίλησε προσέλκυσε την προσοχή ενός διάσημου συγγραφέα. |
He focused his attention on that problem. |
Έστρεψε την προσοχή του σε αυτό το πρόβλημα. |
He addressed my full attention to the landscape outside. |
Απέστειλε την πλήρη προσοχή μου στο τοπίο έξω. |
He paid no attention to my warning. |
Δεν έδωσε προσοχή στην προειδοποίησή μου. |
He paid attention to my warning. |
Έδωσε προσοχή στην προειδοποίησή μου. |
He paid no attention to my advice. |
Δεν έδωσε προσοχή στη συμβουλή μου. |
He never pays much attention to what his teacher says. |
Ποτέ δεν δίνει μεγάλη προσοχή σε αυτά που λέει ο δάσκαλός του. |
He pays no attention to the teacher. |
Δεν δίνει προσοχή στον δάσκαλο. |
He pays no attention to others’ feelings. |
Δεν δίνει προσοχή στα συναισθήματα των άλλων. |
Tatoeba: Where attention to detail is sacred, and punishment is swift. |
Tatoeba: Όπου η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι ιερή και η τιμωρία είναι γρήγορη. |
Any man who can drive safely while kissing a pretty lady is simply not giving the kiss the attention it deserves. |
Κάθε άντρας που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια ενώ φιλώντας μια όμορφη κυρία απλά δεν δίνει στο φιλί την προσοχή που του αξίζει. |
A growing child who doesn’t seem to have much energy perhaps needs medical attention . |
Ένα αναπτυσσόμενο παιδί που δεν φαίνεται να έχει πολλή ενέργεια ίσως χρειάζεται ιατρική βοήθεια. |
Tom hasn’t been giving me any attention recently. |
Ο Τομ δεν μου έδωσε καμία προσοχή πρόσφατα. |
Pay attention , there is a pothole on the street. |
Δώστε προσοχή, υπάρχει μια λακκούβα στο δρόμο. |
I’d like you to pay attention to what’s going on. |
Θα ήθελα να προσέξετε τι συμβαίνει. |
Ray and the teacher are battling for everyone’s attention again. |
Ο Ρέι και ο δάσκαλος μάχονται ξανά για την προσοχή όλων. |
Tom probably did that just to get some attention . |
Ο Τομ μάλλον το έκανε μόνο για να τραβήξει την προσοχή. |
Usually I don’t pay attention to people like him. |
Συνήθως δεν δίνω προσοχή σε ανθρώπους σαν κι αυτόν. |
I looked around me to see if anyone was paying any attention to me. |
Κοίταξα γύρω μου για να δω αν κάποιος με έδινε προσοχή. |
You’re not paying attention to what I’m saying. Your mind is elsewhere. |
Δεν προσέχετε αυτό που λέω. Το μυαλό σας είναι αλλού. |
Sami got a lot of attention from all the girls. |
Η Σάμη έδωσε μεγάλη προσοχή από όλα τα κορίτσια. |
The excessive attention we pay to danger is most often responsible for our falling into it. |
Η υπερβολική προσοχή που δίνουμε στον κίνδυνο είναι πιο συχνά υπεύθυνη για την πτώση σε αυτήν. |
Tom doesn’t like being the center of attention . |
Ο Τομ δεν του αρέσει να είναι το κέντρο της προσοχής. |
I should have paid more attention in biology class. |
Θα έπρεπε να είχα δώσει περισσότερη προσοχή στην τάξη της βιολογίας. |
Mary didn’t want to call attention to herself. |
Η Μαίρη δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή στον εαυτό της. |
We all need to pay closer attention to what Tom and Mary say. |
Όλοι πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή σε αυτά που λένε ο Τομ και η Μαίρη. |
We should pay more attention to environmental problems. |
Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στα περιβαλλοντικά προβλήματα. |
Tom wishes Mary would pay more attention to him when he talks. |
Ο Τομ εύχεται ότι η Μαίρη θα του έδινε μεγαλύτερη προσοχή όταν μιλούσε. |
I saw by the Inspector’s face that his attention had been keenly aroused. |
Είδα από το πρόσωπο του Επιθεωρητή ότι η προσοχή του είχε ξυπνήσει έντονα. |
Sami and Layla weren’t paying attention to what Farid was doing. |
Η Σάμη και η Λίλα δεν έδιναν προσοχή σε αυτό που έκανε ο Φαρίντ. |
Do not try to attract attention with these types of speeches. |
Μην προσπαθήσετε να προσελκύσετε την προσοχή με τέτοιου είδους ομιλίες. |
You must pay attention to the road when you’re driving. |
Πρέπει να προσέχετε το δρόμο όταν οδηγείτε. |
- Текст
- Веб-страница
Translate the following word combinations; pay attention to the prepositions:
comes from a Greek word, a place for seeing, in this sense, refers to the space, in a broad sense, in production, in addition, a part of human culture, in ancient times, forms of drama, for its creation, a director of the theatre, all aspects of production, different kinds of theatres, a lot of theatres, around the world, in Russia, one of the oldest arts, in religious ceremonies, dates from about 2500 В. С, in other arts, other forms of dancing, in all cultures, in ceremonies, in work, a state of mystery, a feeling of distance from the daily world, for their own satisfaction, in a choir, in a band, provides with.
0/5000
Результаты (английский) 1: [копия]
Скопировано!
Translate the following word combinations; pay atten tion to the prepositions are specified:comes from a Greek word, a place for seeing, in this sense, refers to the space, in a broad sense, in production, in addition, a part of human culture, in ancient times, forms of drama, for its creation, a director of the theatre, all aspects of production, different kinds of theatres, a lot of theatres, around the world, in Russia, one of the oldest arts , in religious ceremonies, dates from about 2500 b. c in other arts, other forms of dancing, in all cultures, in ceremonies, in work, a state of mystery, a feeling of distance from the daily world, for their own satisfaction, in a choir, in a band, provides with.
переводится, пожалуйста, подождите..
Результаты (английский) 2:[копия]
Скопировано!
Translate the following word combinations; a pay Attention to the Prepositions:
Comes from a Greek word, a PLACE for Seeing, in the this Sense, the Refers to the space, in a Broad Sense, in a production, in addition, a part of human culture, in ancient times, the forms of drama , for its creation, a director of the theatre, all aspects of production, different kinds of theatres, a lot of theatres, around the world, in Russia, one of the oldest arts, in religious ceremonies, dates from about 2500 V. With , in other arts, other forms of dancing, in all cultures, in ceremonies, in work, a state of mystery, a feeling of distance from the daily world, for their own satisfaction, in a choir, in a band, provides with.
переводится, пожалуйста, подождите..
Результаты (английский) 3:[копия]
Скопировано!
translate the following word combinations; pay attention to the prepositions:comes from a greek word, a place for quiet, in this sense, refers to the space, in a broad sense, in production, in addition, a part of human culture, in ancient times, the forms of drama, for its creation, a director of the theatre, all aspects of production, different kinds of countryside a lot of theatres, around the world, in russia, one of the oldest arts, in religious ceremonies, dates from about 2500 in the. with, in other arts, other forms of dancing, in all cultures, in ceremonies, in which a state of mystery, a feeling of distance from the daily world, for their own satisfaction, in a choir, in a band, and with.
переводится, пожалуйста, подождите..
Другие языки
- English
- Français
- Deutsch
- 中文(简体)
- 中文(繁体)
- 日本語
- 한국어
- Español
- Português
- Русский
- Italiano
- Nederlands
- Ελληνικά
- العربية
- Polski
- Català
- ภาษาไทย
- Svenska
- Dansk
- Suomi
- Indonesia
- Tiếng Việt
- Melayu
- Norsk
- Čeština
- فارسی
Поддержка инструмент перевода: Клингонский (pIqaD), Определить язык, азербайджанский, албанский, амхарский, английский, арабский, армянский, африкаанс, баскский, белорусский, бенгальский, бирманский, болгарский, боснийский, валлийский, венгерский, вьетнамский, гавайский, галисийский, греческий, грузинский, гуджарати, датский, зулу, иврит, игбо, идиш, индонезийский, ирландский, исландский, испанский, итальянский, йоруба, казахский, каннада, каталанский, киргизский, китайский, китайский традиционный, корейский, корсиканский, креольский (Гаити), курманджи, кхмерский, кхоса, лаосский, латинский, латышский, литовский, люксембургский, македонский, малагасийский, малайский, малаялам, мальтийский, маори, маратхи, монгольский, немецкий, непальский, нидерландский, норвежский, ория, панджаби, персидский, польский, португальский, пушту, руанда, румынский, русский, самоанский, себуанский, сербский, сесото, сингальский, синдхи, словацкий, словенский, сомалийский, суахили, суданский, таджикский, тайский, тамильский, татарский, телугу, турецкий, туркменский, узбекский, уйгурский, украинский, урду, филиппинский, финский, французский, фризский, хауса, хинди, хмонг, хорватский, чева, чешский, шведский, шона, шотландский (гэльский), эсперанто, эстонский, яванский, японский, Язык перевода.
- It has got a big head
- But the Europeans also rintroduced disea
- Занятия
- Все мои мысли только о тебе
- It has got a big head
- Маркетинг территории.
- сихтир
- ты учишься завтра?
- Перестаньте дрожать
- To estimate the functions of different a
- там
- But the Europeans also introduced diseas
- Amos ______ to dine there when he lived
- tinctura leonuri in aegrotos similiter a
- но я знаю что ты обычно выдавливаешь гла
- it has got
- приятного просмотра
- На лекции по химии было много студентов
- 1. Инновационные ресурсосберегающие техн
- Text. The Heart and the Vascular SystemT
- Что вас привело? Уже некоторое время у м
- На лекции по химии было много студентов
- Text. The Heart and the Vascular SystemT
- Он работает слишком много
So you’re dreaming of a trip to Greece. On the to-do list: Dust off your camera to capture the awe-inspiring ruins and dazzling cliffside sunsets, find the perfect island-hopping outfits for stylish Instagram snaps in front of white-washed houses draped with bougainvillea, and prepare yourself to come back a few pounds heavier from all the feta and haloumi doused in olive oil that will surely be eaten at many a quaint taverna.
Lower on the list of priorities may be picking up a few basic Greek phrases to converse with locals while you’re there. Even though Greece is a popular tourist destination, few people consider trying to learn Greek as part of their travels.
The culprit is likely the Greek alphabet. If you’re unfamiliar, think of the angular shapes used by college fraternities and sororities everywhere. Unlike the Latin alphabet of romance languages, Greek letters are indecipherable for English speakers, making the language more difficult to learn than Romance languages such as Spanish, Italian, and French.
But don’t let that stop you from trying to pick up some Greek, especially before you leave for your trip. Michaela Kron of the popular language learning mobile app Duolingo, told Travel + Leisure of a survey they did of their users: «One interesting finding… was that many make the mistake of not learning a language ahead of an international trip, but in hindsight wish they had done it. We actually found that many of our users pick up Duolingo after a trip, likely because they are inspired by their travels to pick up a new language.»
While you’ll find that almost everyone speaks a basic level of English in the most popular tourist destinations, Greeks are a very friendly and social people, and they will love if you can trade a bit of banter with them in their own language — even if they poke fun at you for trying. When they treat you to a free slice of halva cake or a shot of ouzo at the end of your meal, you’ll know you scored points for trying.
So get ahead of the curve and try to learn some common phrases (and even a little Greek slang) before you go. We assure you that attempting (and even butchering) the most basic of phrases with locals will make the trip more memorable — and perhaps even lead to a lasting friendship.
Below, you’ll find phrases written first in Greek and the phonetic pronunciation following in parentheses, with emphasis placed on the syllables in capital letters. Use Google Translate to play an audio of how these phrases are pronounced.
Basic Greek Words and Phrases
Hello: Γειά σου (YAH-soo)
The less formal way to say «Hi» would just be «Γεια» (Yah). If addressing a group, say «YAH-sas».
Nice to meet you: Χάρηκα πολύ (HA-ree-ka po-LEE)
How are you?: Tι κανείς (tee-KAH-nis)?
Good morning: Καλημέρα (kah-lee-MER-ah)
You would say this greeting up until noon, and then for the rest of the day you can use «Γεια» (yah) as the standard greeting.
Good afternoon/evening: Καλησπέρα (kah-lee-SPER-ah)
Beginning around late afternoon/dusk and into the evening, you can use this greeting.
Goodnight: Καληνύχτα (kah-lee-NEEKH-tah)
Say this when going to bed.
Thank you: Ευχαριστώ (eff-kha-ri-STOE)
Remember that a good tourist is a polite tourist.
Please/You’re welcome: Παρακαλώ (para-kah-LOE)
In Greek, the word for «please» and «you’re welcome» is the same, making it all the more easy to learn. It’s polite to say «para-kah-LOE» after asking for directions or the price of something. It can even be used to mean «I beg your pardon?» or «Huh?» when you’ve misunderstood or want someone to repeat something.
My name is… : Με λένε (may LEH-neh)…
What is your name?: πως σε λένε? (pos-oh LEH-neh)
Goodbye: Γειά σου (YAH-soo)
The more informal way of saying bye would just be «Yah.» Recall that this is the same as saying hello (similar to «ciao» in Italian or «aloha» in Hawaiian). If addressing a group, say «YAH-sas.»
See/Talk to you later: Τα λέμε (tah-LEH-meh)
You may hear people ending their conversations with this phrase as well.
Yes: Ναί (neh); No: όχι (OH-hee)
Be careful not to confuse yes and no — it’s easy to mistakenly associate «neh» with «no» in English, and «oh-hee» with «okay» when in fact it’s just the opposite! An easy mnemonic is to remember that they’re actually the inverse of what you would initially think.
Excuse me/Sorry: Συγνώμη (See-GHNO-mee)
Say this to get someone’s attention, ask to pass by someone, or apologize if you’ve bumped into someone.
Related: The Best Resort Hotels in Greece
Common Greek Phrases Travelers Should Know
Where is the bathroom?: Πού είναι η τουαλέτα (Poh-EE-nay ee tua-LEH-tah)?
Helpful hint: «Poh-EE-nay» means «Where is?» so you can ask for help with locating something by saying this while pointing to a specific location in your guidebook or on a map.
Do you speak English?: Μιλάτε αγγλικά (Mee-LAH-teh ag-li-KAH)?
Cheers!: Στην υγειά μας! (STIN-eh YAH-mas)
This literally means «To our health!» If addressing a group of people not including yourself, say «STIN-eh YAH-sas,» which means «To your health!»
Bottoms up!: Ασπρο πάτο (AHS-pro PAH-toh)
Meaning literally «white bottom,» if you use this with a new Greek acquaintance, you’ll be sure to impress.
How much is it?: Πόσο κάνει αυτό (POH-soh KAH-nee af-TOH)?
You can get by with asking «POH-soh KAH-nee» (How much?). Adding the «af-TOH» just means «How much is it?»
I don’t understand: Δεν καταλαβαίνω (Then Kah-tah-lah-VEH-noh)
Help! Βοήθεια (voh-EE-thee-yah)
I love Greece: Αγαπώ την Ελλάδα (Ah-gah-POH teen Eh-LAH-tha)
Oops!: Ωπα (OH-pa)
If there’s one Greek word you may have heard before, it’s likely «opa.» Originally meaning «oops» or «whoops,» it’s now also used frequently as an exclamation of enthusiasm or joy in celebrations or to show appreciation for music, dancing, food, and drinks. For example, when you’ve thoroughly impressed your waiter with your new Greek skills, and he offers you a round of ouzo shots on the house, you can say, «Opa!» in appreciation.
Greek Slang and Phrases
What’s up/How’s it going?: Τι λέει (tee-LEI)
What are you up to?: Που είσαι (pou-eeSAY)
So good/so cool: και γαμώ (kay-gaMOU)
Although this is technically a curse word, you’ll hear everyone using it colloquially to address friends. But only use it on someone you know!: μαλάκα (maLAka)
See you later: τα λέμε (ta LEH-meh)
Dude/man: ρε φίλε (reh-FEEleh)